- επάνθημα
- το (Α ἐπάνθημα) [επανθώ]νεοελλ.(ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματοςαρχ.1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων», Ιάμβλ.)2. λεπτό λουλούδι3. (μάθηματ.) τὰ ἐπανθήματαοι ιδιότητες των αριθμών.
Dictionary of Greek. 2013.